- εἰκοστόπρωτος
- εἰκοστόπρωτοςtwentyfirstmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰκοστόπρωτον — εἰκοστόπρωτος twentyfirst masc/fem acc sg εἰκοστόπρωτος twentyfirst neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστοπρώτῳ — εἰκοστόπρωτος twentyfirst masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek